- καλόπιστος
- -η, -οεπίρρ. -α ευθύς, τίμιος: Ο καλόπιστος άνθρωπος δε λέει άλλα και κάνει άλλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλόπιστος — η, ο 1. (για ανθρώπους) άνθρωπος καλής πίστεως, ειλικρινής, ευθύς, τίμιος, ανυστερόβουλος 2. (για πράξεις) αυτός που γίνεται με ειλικρινή τρόπο. επίρρ... καλοπίστως και καλόπιστα με καλή πίστη, με ειλικρίνεια προθέσεων, τίμια. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
εύληπτος — η, ο (ΑΜ εὔληπτος, ον) 1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος 2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ εὔληπτον εῑναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ. β. «εύληπτα φάρμακα») νεοελλ. αυτός που συλλαμβάνεται… … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλοπιστία — η [καλόπιστος] καλή πίστη, ευθύτητα χαρακτήρα, ειλικρίνεια προθέσεων … Dictionary of Greek
προφυλάκιση — Είναι η προληπτική κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της ποινικής δίκης. Στην π. διακρίνεται η τοποθέτηση δύο μεγάλων αρχών που διέπουν την ποινική δικαιοδοσία του κράτους: της αρχής της προσωπικής ελευθερίας, που πρέπει να χαίρεται και… … Dictionary of Greek